μεσοτείχιος

μεσοτείχιος
μεσοτείχιος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ τών τειχών τής πόλης και τού στρατοπέδου τών εχθρών ή τού εξωτερικού περιτειχίσματος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσοτείχιον
το διάστημα μεταξύ τών τειχών τής πόλης και τού στρατοπέδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + -τείχιος (< τεῖχος), πρβλ. εν-τείχιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεσοτείχιον — μεσοτείχιος between the walls and outworks masc/fem acc sg μεσοτείχιος between the walls and outworks neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσοτειχίῳ — μεσοτείχιος between the walls and outworks masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”