- μεσοτείχιος
- μεσοτείχιος, -ον (Α)1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ τών τειχών τής πόλης και τού στρατοπέδου τών εχθρών ή τού εξωτερικού περιτειχίσματος2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσοτείχιοντο διάστημα μεταξύ τών τειχών τής πόλης και τού στρατοπέδου.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + -τείχιος (< τεῖχος), πρβλ. εν-τείχιος].
Dictionary of Greek. 2013.